- απονιπτρον
- ἀπόνιπτρονἀπό-νιπτροντό грязная вода, помои Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απόνιπτρον — ἀπόνιπτρον, το (Α) απόπλυμα, βρομόνερο … Dictionary of Greek
ἀπόνιπτρον — water used for washing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονίπτρῳ — ἀπόνιπτρον water used for washing neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόνιπτρα — ἀπόνιπτρον water used for washing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδάνιπτρον — τὸ, Α νερό για το πλύσιμο τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + νίπτρον (< νίζω / νίπτω) μέσω αμάρτυρου τύπου *ποδαπό νιπτρον (< πούς, ποδός + ἀπόνιπτρον «απόπλυμα, βρομόνερο») με απλολογία (πρβλ. ἀμφορεύς: ἀμφιφορεύς). Ο τ. ποδόνιπτρον… … Dictionary of Greek